- Λευιτικοῦ
- ΛευιτικόςLevitemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεντάτευχος — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζεται συνήθως το σύνολο των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικόν Αριθμοί, Δευτερονόμιον, που εβραϊκά έχει τον τίτλο Τορά, δηλαδή νόμος, διδασκαλία). Η Π., που περιλαβαίνει θεμελιώδεις… … Dictionary of Greek
σκηνοπηγία — Ετήσια εβραϊκή γιορτή που αρχίζει τη 15η ημέρα του μήνα Τισρί (έβδομου μήνα του εβραϊκού ημερολόγιου), πέντε μέρες μετά την ημέρα του εξισλαμισμού. Αρχίζει με αργία, διαρκεί επτά ημέρες και τελειώνει πάλι με αργία. Είναι φθινοπωρινή γιορτή και… … Dictionary of Greek